- καλπασμός
- ο (Α καλπασμός) [καλπάζω]ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλπασμός — trotting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλπασμός — ο η ενέργεια του καλπάζω, ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου: Πέρασαν με καλπασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
γκαλοπάρισμα — το [γκαλοπάρω] ο καλπασμός … Dictionary of Greek
γκαλόπ — το 1. ο καλπασμός* 2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop] … Dictionary of Greek
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
καλπαστικός — ή, ό αυτός που μοιάζει με καλπασμό, που ανήκει ή αναφέρεται στον καλπασμό («καλπαστικός ήχος τής καρδιάς» παθολογικός ρυθμός τών παλμών τής καρδιάς, ο οποίος ακούγεται σαν ήχος καλπασμού). επίρρ... καλπαστικώς και ά με καλπασμό, σαν καλπασμός.… … Dictionary of Greek
καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
τρίπηδος — ό, και τρίπηδον, τὸ, Α τριποδισμός, ο καλπασμός τού ίππου («δρόμος τρίπηδος», (Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πηδῶ] … Dictionary of Greek
τρίποδον — τὸ, Μ τριποδισμός, καλπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, οδος (πρβλ. και τριποδίζω «καλπάζω»)] … Dictionary of Greek